αγκυροβόλο

αγκυροβόλο
το
μηχάνημα που εξασφαλίζει τη γρήγορη πόντιση τής άγκυρας (αλλιώς αγκυροβολέας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα + βάλλω.
ΠΑΡ. αγκυροβολία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγκυροβολία — η [αγκυροβόλο] πόντιση τής άγκυρας πλοίου στον βυθό τής θάλασσας κατά την προσόρμισή του …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβολικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για αγκυροβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκυροβόλο + παραγ. κατάληξη ικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”